Greek Meaning of controverts
αμφισβητεί
Other Greek words related to αμφισβητεί
Nearest Words of controverts
Definitions and Meaning of controverts in English
controverts
to dispute or oppose by reasoning, to engage in controversy
FAQs About the word controverts
αμφισβητεί
to dispute or oppose by reasoning, to engage in controversy
υποστηρίζει,τσακώνονται,μάχες,καυγάδες,καυγάδες,συγκρούσεις,Ισχυρίζεται,Συζητήσεις,συζητά,διαφορές
δέχεται,συναινέσεις,η chấpκριση,Τα πηγαίνει καλά
controverting => αμφιλεγόμενος, controvertible => Αμφιλεγόμενος, controverted => αμφιλεγόμενος, controversies => αντιπαραθέσεις, controls => στοιχεία ελέγχου,