Greek Meaning of accessories

αξεσουάρ

Other Greek words related to αξεσουάρ

Definitions and Meaning of accessories in English

Webster

accessories (pl.)

of Accessory

FAQs About the word accessories

αξεσουάρ

of Accessory

εξαρτήματα,αξεσουάρ,προσαρμογείς,προσαρμογείς,εξαρτήματα,συσκευές,συνημμένα,Διακοσμήσεις,εξοπλισμός,επιλογές

είδη πρώτης ανάγκης,Ανάγκες,απαιτήσεις,προαπαιτούμενα

accessorial => επιμέρους, accessive => υπερβολικός, accessional => παρεπόμενος, accession => προσχώρηση, accessibly => προσβάσιμος,