Greek Meaning of accoutrements
αξεσουάρ
Other Greek words related to αξεσουάρ
- αξεσουάρ
- συσκευή
- εξοπλισμός
- εγκαταστάσεις
- εξαρτήματα
- υλικό
- Εξοπλισμός
- πράγματα
- εργαλεία
- Εξαρτήματα
- περιουσιακά στοιχεία
- αποσκευές
- γρανάζι
- εμπόδια
- κιτ
- μηχανήματα
- υλικό
- υλικό(ά)
- υλικό
- στολή
- πόροι
- αντιμετωπίζω
- στολίδια
- ρούχα
- συσκευές
- οπλοστάσιο
- Οπλοστάσιο
- οπλοστάσιο
- συνημμένα
- ενδυμασία
- Μπαταρία
- Αντικείμενα
- ενδύματα
- όργανα
- ένδυμα
Nearest Words of accoutrements
Definitions and Meaning of accoutrements in English
accoutrements (n. pl.)
Dress; trappings; equipment; specifically, the devices and equipments worn by soldiers.
FAQs About the word accoutrements
αξεσουάρ
Dress; trappings; equipment; specifically, the devices and equipments worn by soldiers.
αξεσουάρ,συσκευή,εξοπλισμός,εγκαταστάσεις,εξαρτήματα,υλικό,Εξοπλισμός,πράγματα,εργαλεία,Εξαρτήματα
No antonyms found.
accoutrement => αξεσουάρ, accoutred => εξοπλισμένος, accoutre => εξοπλίζω, accouterments => εξαρτήματα, accouterment => Εξάρτημα,