Greek Meaning of accredit
διαπιστεύω
Other Greek words related to διαπιστεύω
- περιορίζω
- αρνούμαι
- απαγορεύω
- αποθαρρύνω
- αποκλείω
- εξαιρείς
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- εμποδίζω
- αποτρέπω
- σταματάω
- απαγόρευση
- μπάρα
- μπλοκ
- Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- επιτάσσω
- απαγορεύω
- απέχω
- απαγορεύω
- αποκλείω
- βέτο
- στέρηση δικαιωμάτων
- απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- απαγορεύω
- παράνομος
- απαγορεύω
Nearest Words of accredit
Definitions and Meaning of accredit in English
accredit (v)
grant credentials to
provide or send (envoys or embassadors) with official credentials
ascribe an achievement to
accredit (v. t.)
To put or bring into credit; to invest with credit or authority; to sanction.
To send with letters credential, as an ambassador, envoy, or diplomatic agent; to authorize, as a messenger or delegate.
To believe; to credit; to put trust in.
To credit; to vouch for or consider (some one) as doing something, or (something) as belonging to some one.
FAQs About the word accredit
διαπιστεύω
grant credentials to, provide or send (envoys or embassadors) with official credentials, ascribe an achievement toTo put or bring into credit; to invest with cr
αποδίδει,χαρακτηριστικό,ενοχή,πίστωση,χρεώνω,Αναφέρω,εκχωρώ,συνεργάτης,συνημμένο,Γράφω με κιμωλία
περιορίζω,αρνούμαι,απαγορεύω,αποθαρρύνω,αποκλείω,εξαιρείς,εμποδίζω,εμποδίζω,αναστέλλω,εμποδίζω
accra => Άκκρα, accoy => ηρεμώ, accoutring => εξαρτήματα, accoutrements => αξεσουάρ, accoutrement => αξεσουάρ,