Greek Meaning of accoutering

εξάρτηση

Other Greek words related to εξάρτηση

Definitions and Meaning of accoutering in English

Webster

accoutering (p. pr. & vb. n.)

of Accoutre

FAQs About the word accoutering

εξάρτηση

of Accoutre

εξοπλισμός,Επίπλωση,παρέχοντας,οπλισμός,συμβάλλοντα,Διανομή,Εξάρτηση,περιτύλιξη,Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση),εξοπλισμός

στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση

accoutered => εξοπλισμένος, accouter => ακούω, accourt => συμβατότητα, accourage => ενθαρρύνω, accouplement => Σύνδεση,