Greek Meaning of accoutering
εξάρτηση
Other Greek words related to εξάρτηση
- εξοπλισμός
- Επίπλωση
- παρέχοντας
- οπλισμός
- συμβάλλοντα
- Διανομή
- Εξάρτηση
- περιτύλιξη
- Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
- εξοπλισμός
- προετοιμάζει
- εφοδιασμός
- Ιστιοφορία
- εκχώρηση
- κατανομή
- κατανομή
- ανάθεσης
- απονέμοντας
- (ασχολία)
- διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- ενδυναμωτικός
- Giving = Δίνοντας
- διανέμοντας
- μέτρηση (έξω)
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- μερίδα
- παρουσιάζοντας
- αναλογική κατανομή
- επαναπροσανατολισμός
- κάλτσα
- αποθήκευση
Nearest Words of accoutering
- accoutered => εξοπλισμένος
- accouter => ακούω
- accourt => συμβατότητα
- accourage => ενθαρρύνω
- accouplement => Σύνδεση
- accouple => Ζευγαρώσει
- accounts receivable => Λογαριασμοί ενεργητικού
- accounts payable => Υποχρεώσεις προς προμηθευτές
- accounting system => λογιστικό σύστημα
- accounting standard => λογιστικό πρότυπο
Definitions and Meaning of accoutering in English
accoutering (p. pr. & vb. n.)
of Accoutre
FAQs About the word accoutering
εξάρτηση
of Accoutre
εξοπλισμός,Επίπλωση,παρέχοντας,οπλισμός,συμβάλλοντα,Διανομή,Εξάρτηση,περιτύλιξη,Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση),εξοπλισμός
στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση
accoutered => εξοπλισμένος, accouter => ακούω, accourt => συμβατότητα, accourage => ενθαρρύνω, accouplement => Σύνδεση,