Greek Meaning of accouter

ακούω

Other Greek words related to ακούω

Definitions and Meaning of accouter in English

Wordnet

accouter (v)

provide with military equipment

Webster

accouter (v. t.)

Alt. of Accoutre

FAQs About the word accouter

ακούω

provide with military equipmentAlt. of Accoutre

εξοπλίζω,παρέχω,στολή,προμήθεια,χέρι,συνεισφέρω,διανέμω,ζώνω,Δεσμίδα (για είσοδο ή έξοδο),ετοιμάζω

στερώ,αποεπενδύω,Λωρίδα,στερώ

accourt => συμβατότητα, accourage => ενθαρρύνω, accouplement => Σύνδεση, accouple => Ζευγαρώσει, accounts receivable => Λογαριασμοί ενεργητικού,