Greek Meaning of bestow
δωρίζω
Other Greek words related to δωρίζω
- συνεισφέρω
- δωρίσει
- δίνω
- παρόν
- παρέχειν
- εθελοντής
- αντέχω οικονομικά
- βραβείο
- παραδίδει
- παρέχω
- χαρίζω
- δώσε σε
- ζήτημα
- προσφορά
- Αποδίδω
- διοικώ
- βοήθεια
- Βοήθεια
- όφελος
- συμμετέχω
- comp
- διανέμω
- διανέμω
- δωρεά
- ενδύω
- επεκτείνω
- διανέμω
- βοήθεια
- παρέχει
- ντύνω
- ξεκινώ
- σπάταλος
- Πληρώνω
- συνεισφέρειν
- Προσφορά
- βασιλικός
- θυσία
- τρυφερό
- ρίχνω
Nearest Words of bestow
Definitions and Meaning of bestow in English
bestow (v)
present
give as a gift
bestow a quality on
bestow (v. t.)
To lay up in store; to deposit for safe keeping; to stow; to place; to put.
To use; to apply; to devote, as time or strength in some occupation.
To expend, as money.
To give or confer; to impart; -- with on or upon.
To give in marriage.
To demean; to conduct; to behave; -- followed by a reflexive pronoun.
FAQs About the word bestow
δωρίζω
present, give as a gift, bestow a quality onTo lay up in store; to deposit for safe keeping; to stow; to place; to put., To use; to apply; to devote, as time or
συνεισφέρω,δωρίσει,δίνω,παρόν,παρέχειν,εθελοντής,αντέχω οικονομικά,βραβείο,παραδίδει,παρέχω
κρατώ,κρατάω,διατηρώ,διατηρώ,αποθήκευση,παρακράτηση,πρόοδος,δανείζω,πουλάω,δάνειο
bestorm => ορμάω, best-loved => αγαπημένος, best-known => γνωστότερο, bestirring => ανακίνηση, bestirred => κουνήθηκε,