FAQs About the word bestower

Χορηγός

person who makes a gift of propertyOne that bestows.

ευεργέτης,συνεισφέρων, συνεισφέρουσα,δωρητής,δωρητής,αλτρουιστής,άγγελος,Ευεργέτιδα,Δωρητής,Νεράιδα νονά,βοηθός

δικαιούχος,δικαιούχος,παραλήπτης,παραλήπτης

bestowed => απονεμημένος, bestowal => παραχώρηση, bestow => δωρίζω, bestorm => ορμάω, best-loved => αγαπημένος,