Greek Meaning of almsgiver
ελεμοδότης
Other Greek words related to ελεμοδότης
Nearest Words of almsgiver
Definitions and Meaning of almsgiver in English
almsgiver (n)
a person who gives alms
almsgiver (n.)
A giver of alms.
FAQs About the word almsgiver
ελεμοδότης
a person who gives almsA giver of alms.
δωρητής,Νεράιδα νονά,φιλάνθρωπος,Ζαχαρομπαμπάς,ελεημοδότης,άγγελος,ευεργέτης,συνεισφέρων, συνεισφέρουσα,Άγγελος φύλακας,Μαικήνας
δικαιούχος,δικαιούχος,παραλήπτης,παραλήπτης
almsfolk => ζητιάνοι, almsdeed => Ελεημοσύνη, alms tray => Πιατάκι ελεημοσύνης, alms dish => Πιάτο για ελεημοσύνη, alms box => Ελεημοδόχος,