Greek Meaning of supporter
οπαδός
Other Greek words related to οπαδός
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- Υποστηρικτής
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- εκθέτης
- φίλος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- μαθητής
- υποστηρικτής
- υιοθετήσει
- ερμηνευτής
- Ακόλουθος
- ευαγγελιστής
- ευαγγελιστής
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- Αρχιερέας
- διερμηνέας
- βασιλικός
- παλαδίνος
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- Γνήσιος πιστός
- τύμπανο
Nearest Words of supporter
- supported => υποστηριζόμενος
- supportable => υποφερτός, υποστηρικτός
- support system => Σύστημα υποστήριξης
- support stocking => Αντιθρομβωτικές κάλτσες
- support payment => διατροφή
- support level => επίπεδο υποστήριξης
- support hose => Κάλτσες στήριξης
- support column => Κίονας στήριξης
- support => υποστήριξη
- supply-side economics => Οικονομία πλευράς προσφοράς
- supporters of islam => υποστηρικτές του Ισλάμ
- supporting => υποστηρίζων
- supporting fire => Ενισχυτικά πυρά
- supporting players => δευτεραγωνιστές
- supporting structure => φορέας δομή
- supporting tower => Πύργος υποστήριξης
- supportive => υποστηρικτικός
- supposable => υποθετικός
- supposal => υπόθεση
- suppose => υποθέτω
Definitions and Meaning of supporter in English
supporter (n)
a person who backs a politician or a team etc.
someone who supports or champions something
a person who contributes to the fulfillment of a need or furtherance of an effort or purpose
a band (usually elastic) worn around the leg to hold up a stocking (or around the arm to hold up a sleeve)
a support for the genitals worn by men engaging in strenuous exercise
FAQs About the word supporter
οπαδός
a person who backs a politician or a team etc., someone who supports or champions something, a person who contributes to the fulfillment of a need or furtheranc
συνήγορος,υποστηρικτής,Υποστηρικτής,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,εκθέτης,φίλος,προωθητής,Πρωταγωνιστής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,κριτικός
supported => υποστηριζόμενος, supportable => υποφερτός, υποστηρικτός, support system => Σύστημα υποστήριξης, support stocking => Αντιθρομβωτικές κάλτσες, support payment => διατροφή,