Greek Meaning of high priest
Αρχιερέας
Other Greek words related to Αρχιερέας
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- ευαγγελιστής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- λευκός ιππότης
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- υιοθετήσει
- φίλος
- ευαγγελιστής
- παλαδίνος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- μαθητής
- ερμηνευτής
- συνοδοιπόρος
- Ακόλουθος
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of high priest
Definitions and Meaning of high priest in English
high priest (n)
a preeminent authority or major proponent of a movement or doctrine
a senior clergyman and dignitary
high priest ()
A chief priest; esp., the head of the Jewish priesthood.
FAQs About the word high priest
Αρχιερέας
a preeminent authority or major proponent of a movement or doctrine, a senior clergyman and dignitaryA chief priest; esp., the head of the Jewish priesthood.
συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,ευαγγελιστής,Υποστηρικτής,οπαδός,λευκός ιππότης,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός
high point => Υψηλότερο σημείο, high pitch => Ψηλός τόνος, high noon => μεσημέρι, high muckamuck => μεγάλος ανώτερος, high mass => Ιερά Λειτουργία,