Greek Meaning of partisan
μεροληπτικός
Other Greek words related to μεροληπτικός
- αμερόληπτη
- αδιάφορος
- ίδιος
- δίκαιος
- αμερόληπτος
- δίκαιο
- ειλικρινής
- αμερόληπτος
- ανεξάρτητος
- ουδέτερος
- ακομμάτιστος
- Στόχος
- ανοιχτό
- λογικός
- δεκτικός
- αντικειμενικός
- αντικειμενικός
- απόμακρος
- αυτόνομος
- κρύος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- απρόσωπος
- μόνο
- ανοιχτόμυαλος
- αδιάφορος
- πεισματάρης
- αδιάφορος
- πειστικός
- απομακρυσμένος
- Ανεπηρέαστος
- ανέμπνευστος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
Nearest Words of partisan
- parting => χωρισμό
- parties => κόμματα
- particulate radiation => Σωματιδιακή ακτινοβολία
- particulate matter => αιωρούμενα σωματίδια
- particulate => σωματιδιακός
- particularment => ιδιαίτερα
- particularly => ιδιαίτερα
- particularizing => καθορίζοντας
- particularized => συγκεκριμένος
- particularize => να καθορίσει
Definitions and Meaning of partisan in English
partisan (n)
a fervent and even militant proponent of something
an ardent and enthusiastic supporter of some person or activity
a pike with a long tapering double-edged blade with lateral projections; 16th and 17th centuries
partisan (a)
devoted to a cause or party
partisan (n.)
An adherent to a party or faction; esp., one who is strongly and passionately devoted to a party or an interest.
The commander of a body of detached light troops engaged in making forays and harassing an enemy.
Any member of such a corps.
A kind of halberd or pike; also, a truncheon; a staff.
partisan (a.)
Adherent to a party or faction; especially, having the character of blind, passionate, or unreasonable adherence to a party; as, blinded by partisan zeal.
Serving as a partisan in a detached command; as, a partisan officer or corps.
FAQs About the word partisan
μεροληπτικός
a fervent and even militant proponent of something, an ardent and enthusiastic supporter of some person or activity, a pike with a long tapering double-edged bl
προκατειλημμένος,Διαστρεβλωμένο,εχθρικός,μερικός,έγχρωμος,ανήσυχος,επηρεασμένο,ενδιαφέρομαι,μονόπλευρος,Προκατάληψη
αμερόληπτη,αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,ουδέτερος
parting => χωρισμό, parties => κόμματα, particulate radiation => Σωματιδιακή ακτινοβολία, particulate matter => αιωρούμενα σωματίδια, particulate => σωματιδιακός,