Greek Meaning of shaded

σκιασμένος

Other Greek words related to σκιασμένος

Definitions and Meaning of shaded in English

Wordnet

shaded (a)

protected from heat and light with shade or shadow

(of pictures or drawings) drawn or painted with degrees or gradations of shadow

Webster

shaded (imp. & p. p.)

of Shade

FAQs About the word shaded

σκιασμένος

protected from heat and light with shade or shadow, (of pictures or drawings) drawn or painted with degrees or gradations of shadowof Shade

σκοτεινός,σκιασμένος,σκιερός,προστατευμένος,με θόλωση,καλυμμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,αχνός,αμυδρό,σκοτεινός

φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,εκτεθειμένο,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,αναμμένος,φωτεινό

shade tree => σκιά φυλής, shade off => Σκιά απενεργοποίησης, shade => σκιά, shaddock => γκρέιπφρουτ, shadde => σάδα,