FAQs About the word shadeless

άσκιον

Being without shade; not shaded.

εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,εκτεθειμένο,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,αναμμένος,φωτεινό,λαμπερός

καλυμμένος,σκιασμένος,σκιασμένος,σκοτεινός,σκιερός,συννεφιασμένος,προστατευμένος,σκιερός,με θόλωση

shaded => σκιασμένος, shade tree => σκιά φυλής, shade off => Σκιά απενεργοποίησης, shade => σκιά, shaddock => γκρέιπφρουτ,