Greek Meaning of luminary
φωτιστικό
Other Greek words related to φωτιστικό
- γαλαξίας
- αστέρι
- Ήλιος
- δέσμη
- σφαίρα
- Υπερνέας
- Δυαδικό αστέρι
- Καφέ νάνος
- Αστερισμός
- νάνος
- απλανής αστέρας
- γκάζι
- γίγας αστέρας
- Πολικός αστέρας
- πόλος
- Άστρο νετρονίων
- Νόβα
- Πάλσαρ
- κουάζαρ
- κόκκινος νάνος
- κόκκινος γίγαντας
- κόκκινο αστέρι
- Υπερσμήνος γαλαξιών
- υπεργίγαντας
- μεταβλητή
- Μεταβλητός αστέρας
- Λευκός νάνος
Nearest Words of luminary
Definitions and Meaning of luminary in English
luminary (n)
a celebrity who is an inspiration to others
luminary (n.)
Any body that gives light, especially one of the heavenly bodies.
One who illustrates any subject, or enlightens mankind; as, Newton was a distinguished luminary.
FAQs About the word luminary
φωτιστικό
a celebrity who is an inspiration to othersAny body that gives light, especially one of the heavenly bodies., One who illustrates any subject, or enlightens man
γαλαξίας,αστέρι,Ήλιος,δέσμη,σφαίρα,Υπερνέας,Δυαδικό αστέρι,Καφέ νάνος,Αστερισμός,νάνος
παρωχημένος,ελαφρύ,κανείς,μετριότητα,μη-διασημότητα
luminaries => φωστήρες, luminant => φωτεινό, luminance unit => Μονάδα φωτεινότητας, luminance => Φωτεινότητα, luminal => Λουμινικός,