Greek Meaning of lightweight
ελαφρύ
Other Greek words related to ελαφρύ
- εκτεταμένος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- όμορφος
- βαρύς
- βαρύς
- τεράστιος
- μεγάλος
- μολυβένιος
- υπερμεγέθης
- Παχυσαρκία
- βαρύς
- ουσιαστικός
- σούπερ
- βαρύς
- μεγάλος
- ογκώδης
- σημαντικός
- δυσκίνητος
- καλό
- γίγαντας
- μαζικός
- υπερμεγέθης
- αξιόλογος
- σημαντικός
- ογκώδης
- τεράστιος
- βασιλικό μέγεθος
- Μεγέθους κρεβατιού King
- αρκετά μεγάλος
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
Nearest Words of lightweight
Definitions and Meaning of lightweight in English
lightweight (n)
a professional boxer who weighs between 131 and 135 pounds
someone who is unimportant but cheeky and presumptuous
an amateur boxer who weighs no more than 132 pounds
a wrestler who weighs 139-154 pounds
lightweight (s)
weighing relatively little compared with another item or object of similar use
having no importance or influence
lightweight (n.)
One of less than average weight;
In boxing, wrestling, etc., one weighingnot more than 133 pounds (U. S. amateur rules 135 pounds, Eng. 140 pounds).
A person of small impotance or mental ability.
lightweight (a.)
Light in weight, as a coin; specif., applied to a man or animal who is a lightweight.
FAQs About the word lightweight
ελαφρύ
a professional boxer who weighs between 131 and 135 pounds, someone who is unimportant but cheeky and presumptuous, an amateur boxer who weighs no more than 132
φτερωτός,εύθραυστος,φως,μικρός,λεπτός,άυλος,ελαφρύ σαν πούπουλο,μικρός,μικρός,αδύναμος
εκτεταμένος,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος,βαρύς,βαρύς,τεράστιος,μεγάλος,μολυβένιος,υπερμεγέθης,Παχυσαρκία
light-tight => Στεγανό στο φως, lightstruck => Φωτοευαίσθητος, lights-out => σβηστά φώτα, lightsomeness => Ελαφρότητα, lightsomely => ελαφρά,