Greek Meaning of weightless
άυλος
Other Greek words related to άυλος
- σημαντικός
- εκτεταμένος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- βαρύς
- βαρύς
- τεράστιος
- μεγάλος
- μολυβένιος
- μαζικός
- υπερμεγέθης
- Παχυσαρκία
- βαρύς
- ουσιαστικός
- σούπερ
- ογκώδης
- βαρύς
- μεγάλος
- ογκώδης
- δυσκίνητος
- καλό
- όμορφος
- γίγαντας
- υπερμεγέθης
- αξιόλογος
- σημαντικός
- τεράστιος
- βασιλικό μέγεθος
- Μεγέθους κρεβατιού King
- αρκετά μεγάλος
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
Nearest Words of weightless
Definitions and Meaning of weightless in English
weightless (a)
having little or no weight or apparent gravitational pull; light
weightless (a.)
Having no weight; imponderable; hence, light.
FAQs About the word weightless
άυλος
having little or no weight or apparent gravitational pull; lightHaving no weight; imponderable; hence, light.
ελαφρύ,φτερωτός,εύθραυστος,φως,μικρός,λεπτός,Ελλιποβαρής,ελαφρύ σαν πούπουλο,Μπαντάμ,μικρός
σημαντικός,εκτεταμένος,μεγάλος, καταπληκτικός,βαρύς,βαρύς,τεράστιος,μεγάλος,μολυβένιος,μαζικός,υπερμεγέθης
weighting => στάθμιση, weightiness => βάρος, weightily => βαρυσήμαντος, weighted => σταθμισμένος, weight unit => μονάδα βάρους,