Greek Meaning of weightlifting
Άρση βαρών
Other Greek words related to Άρση βαρών
Nearest Words of weightlifting
Definitions and Meaning of weightlifting in English
weightlifting (n)
bodybuilding by exercise that involves lifting weights
FAQs About the word weightlifting
Άρση βαρών
bodybuilding by exercise that involves lifting weights
δραστηριότητα,Αερόβια γυμναστική,Στίβος,μηχανική σώματος,Σωματική διάπλαση,Καλλισθενική,κλιματισμός,γυμναστική,Αδυνατιστική γυμναστική,άσκηση
No antonyms found.
weightlifter => αρσιβαρίστας, weight-lift => Άρση βαρών, weightlift => άρση βαρών, weightlessness => Ανέβαρυτητα, weightless => άυλος,