FAQs About the word weightlifting

Άρση βαρών

bodybuilding by exercise that involves lifting weights

δραστηριότητα,Αερόβια γυμναστική,Στίβος,μηχανική σώματος,Σωματική διάπλαση,Καλλισθενική,κλιματισμός,γυμναστική,Αδυνατιστική γυμναστική,άσκηση

No antonyms found.

weightlifter => αρσιβαρίστας, weight-lift => Άρση βαρών, weightlift => άρση βαρών, weightlessness => Ανέβαρυτητα, weightless => άυλος,