Greek Meaning of conditioning
κλιματισμός
Other Greek words related to κλιματισμός
Nearest Words of conditioning
- conditioner => μαλακτικό μαλλιών
- conditioned stimulus => Εξαρτημένο ερέθισμα
- conditioned response => εξαρτημένη απόκριση
- conditioned reflex => εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditioned reaction => εξαρτημένη αντίδραση
- conditioned emotional response => Εξαρτημένη συναισθηματική αντίδραση
- conditioned emotion => Υπό συνθήκη συναίσθημα
- conditioned avoidance response => εξαρτημένη απόδοση αποφυγής
- conditioned avoidance => Εξαρτημένη αποφυγή
- conditioned => εξαρτημένος από κάποιον όρο
Definitions and Meaning of conditioning in English
conditioning (n)
a learning process in which an organism's behavior becomes dependent on the occurrence of a stimulus in its environment
FAQs About the word conditioning
κλιματισμός
a learning process in which an organism's behavior becomes dependent on the occurrence of a stimulus in its environment
δραστηριότητα,άσκηση,προσπάθεια,εκπαίδευση,Αερόβια γυμναστική,Στίβος,μηχανική σώματος,Σωματική διάπλαση,Καλλισθενική,γυμναστική
νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,επιζήμιος,εξασθένιση,εξαντλητικό
conditioner => μαλακτικό μαλλιών, conditioned stimulus => Εξαρτημένο ερέθισμα, conditioned response => εξαρτημένη απόκριση, conditioned reflex => εξαρτημένο αντανακλαστικό, conditioned reaction => εξαρτημένη αντίδραση,