Greek Meaning of conditioner

μαλακτικό μαλλιών

Other Greek words related to μαλακτικό μαλλιών

Definitions and Meaning of conditioner in English

Wordnet

conditioner (n)

exercise that conditions the body

a trainer of athletes

a substance used in washing (clothing or hair) to make things softer

FAQs About the word conditioner

μαλακτικό μαλλιών

exercise that conditions the body, a trainer of athletes, a substance used in washing (clothing or hair) to make things softer

Υγεία,σχήμα,κτήμα,φόρμα,φύλαξη,παραγγελία,Επισκευή,Κατάσταση,κατάσταση,πέλμα

διαταραχή,φθορά

conditioned stimulus => Εξαρτημένο ερέθισμα, conditioned response => εξαρτημένη απόκριση, conditioned reflex => εξαρτημένο αντανακλαστικό, conditioned reaction => εξαρτημένη αντίδραση, conditioned emotional response => Εξαρτημένη συναισθηματική αντίδραση,