FAQs About the word kilter

εκτός συγχρονισμού

in working orderSee Kelter.

συνθήκη,Υγεία,σχήμα,κτήμα,κατάσταση,φόρμα,φύλαξη,παραγγελία,Επισκευή,Διακόσμηση

διαταραχή,φθορά

kilted => Kilted, kilt => κιλτ, kilroy => Κίλροϊ, kilowatt hour => Κιλοβατώρα, kilowatt => κιλοβάτ,