FAQs About the word kilted

Kilted

of Kilt, Having on a kilt., Plaited after the manner of kilting., Tucked or fastened up; -- said of petticoats, etc.

πέταξε,γλίστρησε,έπλευσε,συμπιεσμένο,ζουμαρισμένο,γλίστρησε

μαστιγωμένος,ταλαντεύτηκε,Κούτσαινε,φορτωμένος,τσαπατσουλιάζω,ανακατεμένος,αγωνιζόταν,σκόνταψε,περπατούσε με δυσκολία,χουζούρευε

kilt => κιλτ, kilroy => Κίλροϊ, kilowatt hour => Κιλοβατώρα, kilowatt => κιλοβάτ, kilovolt-ampere => Χιλιόβολτ-αμπέρ,