Greek Meaning of flew
πέταξε
Other Greek words related to πέταξε
Nearest Words of flew
Definitions and Meaning of flew in English
flew ()
imp. of Fly.
flew (imp.)
of Fly
FAQs About the word flew
πέταξε
imp. of Fly., of Fly
όρμησε,παρασυρμένος,επιπλέων,γλίστρησε,αιωρούνταν,έπλευσε,ανέβηκε,φτερωτός,Αεροπορία,φτερούγισε
κατοικούσε,κατοικούσε,έμεινε,παρέμεινε,επιστρεφόμενος,έμεινε,έμεινε,κατοικία,επέστρεψε,Γυρνούσε
fleury => Φλερί, fleurs-de-lis => κρίνα, fleuron => άνθος, fleur-de-lys => Κρίνος, fleur-de-lis => Φλέρ-ντε-λι,