Greek Meaning of dwelled
κατοικούσε
Other Greek words related to κατοικούσε
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- κόβω
- αποθανών
- δραπέτευσε
- έφυγε
- Αριστερά
- μετακινηθήκαμε
- παραιτούμαι
- άφησε
- πήγε
- βγήκε
- κατέβηκε
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- τράβηξε έξω
- βγήκε έξω
- έφυγε
- εγκαταλελειμμένος
- διέφυγε
- δεσμευμένο
- απέδρασαν
- έρημος
- εκκενωμένος
- πέταξε
- εγκατέλειψε
- παραλείφθηκε
- άδειος
- διασωθείς
- τρελός
- μεθυσμένος
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- βγήκε έξω
- ξεφλουδισμένο
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- έφυγαν τρέχοντας
- Σπρώχνω (έξω)
- Απογειώθηκε
- έγινε καπνός
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- διάσπαρτοι
- σκάω
Nearest Words of dwelled
- dweller => κάτοικος
- dwelling => κατοικία
- dwelling house => Κατοικία
- dwelt => κατοικούσε
- dwight d. eisenhower => Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
- dwight david eisenhower => Ντουάιτ Ντέιβιντ Αϊζενχάουερ
- dwight davis => Ντουάιτ Ντέιβις
- dwight eisenhower => Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
- dwight filley davis => Dwight Filley Davis
- dwight lyman moody => Ντουάιτ Λάιμαν Μούντι
Definitions and Meaning of dwelled in English
dwelled (imp. & p. p.)
of Dwell
FAQs About the word dwelled
κατοικούσε
of Dwell
παρέμεινε,έμεινε,κατοικία,έμεινε,καθυστερούσε,περίμενε,Γυρνούσε,αναμενόμενο,αργοπορώ,αργοπορούσε
ελευθερώθηκε εγγυημένος,κόβω,αποθανών,δραπέτευσε,έφυγε,Αριστερά,μετακινηθήκαμε,παραιτούμαι,άφησε,πήγε
dwell on => εμμένω σε, dwell => κατοικώ, dweeb => σπασίκλα, dwaule => dwaule, dwaul => dwaul,