Greek Meaning of dwelled

κατοικούσε

Other Greek words related to κατοικούσε

Definitions and Meaning of dwelled in English

Webster

dwelled (imp. & p. p.)

of Dwell

FAQs About the word dwelled

κατοικούσε

of Dwell

παρέμεινε,έμεινε,κατοικία,έμεινε,καθυστερούσε,περίμενε,Γυρνούσε,αναμενόμενο,αργοπορώ,αργοπορούσε

ελευθερώθηκε εγγυημένος,κόβω,αποθανών,δραπέτευσε,έφυγε,Αριστερά,μετακινηθήκαμε,παραιτούμαι,άφησε,πήγε

dwell on => εμμένω σε, dwell => κατοικώ, dweeb => σπασίκλα, dwaule => dwaule, dwaul => dwaul,