Greek Meaning of bailed out
διασωθείς
Other Greek words related to διασωθείς
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- κόβω
- αποθανών
- δραπέτευσε
- εκκενωμένος
- πήρα
- μετακινηθήκαμε
- άφησε
- πήγε
- μεθυσμένος
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- ανασκαμμένο
- βγήκε
- κατέβηκε
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- ξεφλουδισμένο
- τράβηξε έξω
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- έτρεχε κατά μήκος
- έκανε έξοδο
- ξεκίνησε
- πέρασε
- βγήκε έξω
- έφυγε
- δεσμευμένο
- μετανάστευσε
- έφυγε
- πέταξε
- χωρισμένοι
- παραιτούμαι
- συνταξιούχος
- υποχώρησε
- αναχωρώ
- αποσύρθηκε
- Φύγε
- εκνευρισμένος
- τρελός
- την κοπάνησε
- βγήκε έξω
- στο δρόμο
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- έφυγε
- σήκωσε τα πασαλάκια
- έφυγαν τρέχοντας
- ξέφυγε
- Σπρώχνω (έξω)
- Βγήκε
- χτυπημένος έξω
- Πήγε μια πεζοπορία
- Εξαφανίστηκε
- έκανε μια βόλτα
- Απογειώθηκε
- βγήκε
- εγκαταλελειμμένος
- διέφυγε
- αναβλήθηκε
- απέδρασαν
- έρημος
- εγκατέλειψε
- αναμμένος
- ψιχάλα
- αφαιρέθηκε
- παραλείφθηκε
- άδειος
- βγήκε
- διάσπαρτοι
- σκάω
- έγινε καπνός
Nearest Words of bailed out
Definitions and Meaning of bailed out in English
bailed out
to jump out of an airplane with a parachute, to abandon a harmful or difficult situation, to help from a difficult situation, to parachute from an aircraft, leave, depart, a rescue from financial distress
FAQs About the word bailed out
διασωθείς
to jump out of an airplane with a parachute, to abandon a harmful or difficult situation, to help from a difficult situation, to parachute from an aircraft, lea
ελευθερώθηκε εγγυημένος,κόβω,αποθανών,δραπέτευσε,εκκενωμένος,πήρα,μετακινηθήκαμε,άφησε,πήγε,μεθυσμένος
έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,εμφανίστηκε,έμεινε,ανέβηκε,πλησίασε,Κλειστό,κατοικούσε,χτύπημα
bail (out) => εγγύηση (έξω), baguettes => μπαγκέτες, bags => τσάντες, baggies => μπαγκί, bagatelles => Ψιλοπράγματα,