FAQs About the word came

ήρθε

imp. of Come., A slender rod of cast lead, with or without grooves, used, in casements and stained-glass windows, to hold together the panes or pieces of glass.

πλησίασε,εισαγόμενος,πλησίαζε,προηγμένος,έπεσε,πλησίασε,εμφανίστηκε

υποχώρησε,πήγε,αποσύρθηκε,αποθανών,Αριστερά,βγήκε,υποχώρησε (από)

camden => Κάμντεν, camcorder => βιντεοκάμερα, cambro-briton => Καμροβρετανός, cambridge university => Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, cambridge => Cambridge,