Greek Meaning of entered

εισαγόμενος

Other Greek words related to εισαγόμενος

Definitions and Meaning of entered in English

Webster

entered (imp. & p. p.)

of Enter

FAQs About the word entered

εισαγόμενος

of Enter

προσβάσιμα,τρυπητός,εισέβαλε,Βάζω πόδι,εισήλθε στο,εισέβαλε (σε),μπήκε,σκάω (μέσα ή μέσα σε),εξερράγη (σε ή μέσα σε),έπεσε

αποθανών,Αριστερά,βγήκε

enterdeal => εισάγετε τη συμφωνία, enteralgia => Εντερόπτωση, enteral => εντερικός, enteradenology => εντεροακτινολόγος, enteradenography => Εντεροαδενογραφία,