FAQs About the word enter-

εισαγω-

A prefix signifying between, among, part.

πρόσβαση,διατρυπάω,Βάζω πόδι,μπες μέσα,αεράκι (μέσα),σκάω (μέσα ή μέσα σε),πέσει,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνω

αναχωρείν,αφήνω,Έξοδος

enter => Εισαγάγετε, ententive => προσεκτικός, entente cordiale => Συναίνεση, entente => Αντάντ, entender => καταλαβαίνω,