Greek Meaning of enter-
εισαγω-
Other Greek words related to εισαγω-
Nearest Words of enter-
Definitions and Meaning of enter- in English
enter- ()
A prefix signifying between, among, part.
FAQs About the word enter-
εισαγω-
A prefix signifying between, among, part.
πρόσβαση,διατρυπάω,Βάζω πόδι,μπες μέσα,αεράκι (μέσα),σκάω (μέσα ή μέσα σε),πέσει,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνω
αναχωρείν,αφήνω,Έξοδος
enter => Εισαγάγετε, ententive => προσεκτικός, entente cordiale => Συναίνεση, entente => Αντάντ, entender => καταλαβαίνω,