Greek Meaning of depart
αναχωρείν
Other Greek words related to αναχωρείν
- εκκενώνω
- Έξοδος
- Τρέπω σε φυγή
- πάρει
- πηγαίνω
- κινώ
- παραιτούμαι
- αρχή
- εγκαταλείπω
- εγγύηση
- διάσωση
- φύγε
- βιβλίο
- γαμήσου
- καθαρίζω
- καθαρίζω
- κόβω
- σκάβω έξω
- μετανάστευση
- απόδραση
- μύγα
- Καταβαίνω
- φεύγω
- μέρος
- ξεφλουδίζω
- τραβήξτε έξω
- συνεχίσετε
- συνταξιοδοτούμαι
- Υποχώρηση
- τρέχω κατά μήκος
- τρέχω
- αναχωρώ
- παραβλέπω
- απογειώνω
- φεύγω
- βγαίνω
- αναληψη
- Φύγε
- βουητό (φύγε)
- συσκευάζω (πάνω ή μακριά)
- τρυπάω (έξω ή μακριά)
- απώθηση
- βγαίνω (μπροστά)
- Σπρώχνω (μακριά)
- βήμα (κατά μήκος)
- Κάνε μια πεζοπορία
- Πήγαινε για περπάτημα
- δραπετεύω
- αναβάλλω
- εξαφανίζομαι
- Έρημος
- εγκαταλείπω
- Φύγε
- βγαίνω
- Τράβηγμα πλοχμών
- αφαιρώ
- Κάκα
- βγαίνει
- διαγράφω
- βάζω τα πόδια μου στον ώμο
- εκκενώνω
- στο δρόμο
- Σβήνω το φως
- Ξεριζώνω
Nearest Words of depart
- deparia acrostichoides => _deparia acrostichoides_
- deparia => αναχώρηση
- depardieux => Ντεπαρντιέ
- depardieu => Ντεπαρντιέ
- depainting => αφαίρεση χρώματος
- depainter => ζωγράφος
- depainted => βαμμένο
- depaint => ξεβάφω
- deoxythymidine monophosphate => μονοφωσφορική δεοξυθυμιδίνη
- deoxythymidine => Δεσοξυθυμιθιμιδίνη
- departable => αναχωρούν
- departed => αποθανών
- departer => (αναχωρών)
- departing => αναχωρούντος
- department => τμήμα
- department head => προϊστάμενος τμήματος
- department of agriculture => Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
- department of anthropology => Τμήμα Ανθρωπολογίας
- department of biology => Τμήμα Βιολογίας
- department of chemistry => Τμήμα Χημείας
Definitions and Meaning of depart in English
depart (v)
move away from a place into another direction
be at variance with; be out of line with
leave
go away or leave
remove oneself from an association with or participation in
wander from a direct or straight course
depart (v. i.)
To part; to divide; to separate.
To go forth or away; to quit, leave, or separate, as from a place or a person; to withdraw; -- opposed to arrive; -- often with from before the place, person, or thing left, and for or to before the destination.
To forsake; to abandon; to desist or deviate (from); not to adhere to; -- with from; as, we can not depart from our rules; to depart from a title or defense in legal pleading.
To pass away; to perish.
To quit this world; to die.
depart (v. t.)
To part thoroughly; to dispart; to divide; to separate.
To divide in order to share; to apportion.
To leave; to depart from.
depart (n.)
Division; separation, as of compound substances into their ingredients.
A going away; departure; hence, death.
FAQs About the word depart
αναχωρείν
move away from a place into another direction, be at variance with; be out of line with, leave, go away or leave, remove oneself from an association with or par
εκκενώνω,Έξοδος,Τρέπω σε φυγή,πάρει,πηγαίνω,κινώ,παραιτούμαι,αρχή,εγκαταλείπω,εγγύηση
: φτάνω,έλα,μένω,κατοικώ,προσέγγιση,κοντά,κατοικώ,φτάνω,εγκαθιστώ,εμφανίζομαι
deparia acrostichoides => _deparia acrostichoides_, deparia => αναχώρηση, depardieux => Ντεπαρντιέ, depardieu => Ντεπαρντιέ, depainting => αφαίρεση χρώματος,