Greek Meaning of sally (forth)

βγαίνω (μπροστά)

Other Greek words related to βγαίνω (μπροστά)

Definitions and Meaning of sally (forth) in English

sally (forth)

to leave a place

FAQs About the word sally (forth)

βγαίνω (μπροστά)

to leave a place

διάσωση,καθαρίζω,καθαρίζω,κόβω,αναχωρείν,σκάβω έξω,Έξοδος,πάρει,Καταβαίνω,πηγαίνω

: φτάνω,έλα,μένω,εμφανίζομαι,εμφανίζονται,κατοικώ,προσέγγιση,κοντά,κατοικώ,φτάνω

sallied (forth) => έκανε έξοδο, salivating (for) => σιέλιασε για, salivated (for) => έσταζε το σάλιο του (για), salivate (for) => σάλια (για), salespersons => Πωλητές,