Greek Meaning of salivate (for)

σάλια (για)

Other Greek words related to σάλια (για)

Definitions and Meaning of salivate (for) in English

salivate (for)

No definition found for this word.

FAQs About the word salivate (for)

σάλια (για)

ποθώ (για),λαχταρώ,(πεθαίνω για),πείνα για,φαγούρα,λαχταράω (κάτι),ποθώ,μετανιώνω (για),στεναγμός (για),δίψα (για)

καταφρονώ,πτώση,αρνούμαι,απορρίπτω,καταριέμαι,περιφρονώ

salespersons => Πωλητές, salespeople => πωλητές, salesladies => Υπάλληλοι πωλήσεων, salesgirls => Πωλήτριες, salesclerks => πωλητές,