Greek Meaning of salesclerks
πωλητές
Other Greek words related to πωλητές
Nearest Words of salesclerks
- salesgirls => Πωλήτριες
- salesladies => Υπάλληλοι πωλήσεων
- salespeople => πωλητές
- salespersons => Πωλητές
- salivate (for) => σάλια (για)
- salivated (for) => έσταζε το σάλιο του (για)
- salivating (for) => σιέλιασε για
- sallied (forth) => έκανε έξοδο
- sally (forth) => βγαίνω (μπροστά)
- sallying (forth) => επίθεση
Definitions and Meaning of salesclerks in English
salesclerks
a person employed to sell goods in a store, a salesperson in a store
FAQs About the word salesclerks
πωλητές
a person employed to sell goods in a store, a salesperson in a store
Υπάλληλοι,πωλητές,πωλητές,Πωλητές,πίτσερς,Πωλήτριες,Υπάλληλοι πωλήσεων,Πωλήτριες,Πωλήτριες
No antonyms found.
sales taxes => Φόροι πωλήσεων, salads => σαλάτες, Saktis => Saktis, sakis => σάκις, sakes => σάκε,