FAQs About the word shopgirls

Πωλήτριες

a woman employed to sell merchandise especially in a store

Πωλήτριες,Υπάλληλοι πωλήσεων,πωλητές,Πωλήτριες,πωλητές,πωλητές,Υπάλληλοι,πίτσερς,υπάλληλοι πωλήσεων,Πωλητές

No antonyms found.

shop (for) => Ψωνíζω (για), shop (around) => ψωνίζω, shoots up => Αυξάνεται γρήγορα, shoots => βλαστοί, shooting the breeze => κουβεντιάζω,