FAQs About the word shopped (for)

αγόρασε (για)

αναζητώ,κυνηγημένος (κάτω),κοίταξε ,καταδιωκόμενος,αναζητηθείς,sought,ψάχνω (για κάτι),αναζήτηση (τροφής),κυνηγημένο,έψαχνε

χαμένος,Κρυμμένος,παραμελημένος

shopped (around) => ψώνισε (γύρω γύρω), shoppe => μαγαζί, shoplifters => κλέφτες καταστημάτων, shoplifted => Κλοπή από κατάστημα, shopkeepers => καταστηματάρχες,