Greek Meaning of shopkeepers
καταστηματάρχες
Other Greek words related to καταστηματάρχες
- επιχειρηματίες
- Εμποροι
- επιχειρηματίες
- έμποροι
- Λιανοπωλητές
- Πωλητές
- αποθηκάριοι
- έμποροι
- πωλητές
- προμηθευτές
- αγοραστές
- πωλητές δρόμου
- Μάρκετινγκ
- Έμποροι
- Πλανόδιοι
- αγοραστές
- τεχνίτες
- Έμποροι ανθρώπων
- Διανομείς
- επιχειρηματίες
- πλανόδιοι
- Τσαρλατάνοι
- μεσάζοντες
- μονοπωλητές
- προμηθευτές
- προμηθευτές
- Προμηθευτές
- Χονδρέμποροι
Nearest Words of shopkeepers
Definitions and Meaning of shopkeepers in English
shopkeepers
storekeeper sense 2
FAQs About the word shopkeepers
καταστηματάρχες
storekeeper sense 2
επιχειρηματίες,Εμποροι,επιχειρηματίες,έμποροι,Λιανοπωλητές,Πωλητές,αποθηκάριοι,έμποροι,πωλητές,προμηθευτές
No antonyms found.
shopgirls => Πωλήτριες, shop (for) => ΨωνÃζω (για), shop (around) => ψωνίζω, shoots up => Αυξάνεται γρήγορα, shoots => βλαστοί,