Greek Meaning of sellers

Πωλητές

Other Greek words related to Πωλητές

Definitions and Meaning of sellers in English

Wordnet

sellers (n)

English comic actor (1925-1980)

FAQs About the word sellers

Πωλητές

English comic actor (1925-1980)

Εμποροι,έμποροι,έμποροι,προμηθευτές,μεσίτες,Λιανοπωλητές,πωλητές,πωλητές,δημοπράτες,λαθρέμποροι

αγοραστές,αγοραστές,χρήστες,καταναλωτές

seller => πωλητής, sellenders => Υγρκέρεια, sell-by date => Προθεσμία πώλησης, sellanders => Sellenders, sellable => πωλητό,