Greek Meaning of fences
φράχτες
Other Greek words related to φράχτες
- εμπόδια
- τοίχοι
- τετράγωνα
- αλυσίδες
- φράκτες
- εμπόδια
- εμπόδια
- Μπάρες
- προσκρουστήρες
- προμαχώνες
- Προφυλακτήρες
- Καλογρίδια
- περιορισμοί
- πεζοδρόμια
- φράγματα
- αποτρεπτικά μέτρα
- Αμηχανία
- βαρύνσεις
- φτερά
- Δεσμά
- αναπηρίες
- εμπόδια
- εμπόδια
- αναστολές
- Παρεμβολές
- ας
- εμπόδια
- Προμαχώνες
- περιορισμούς
- δεσμά
- εμπόδια
- σταματά
- εμπόδια
- δεσμοί
Nearest Words of fences
- fence-sitting => Κάθομαι στον φράχτη
- fence-sitting => Καθήστε στον φράχτη
- fencing (in) => Ξιφασκία (σε)
- fend (off) => αποκρούω (από)
- fend for oneself => τα βγάζω πέρα μόνος μου
- fended (off) => απέκρουσε (σβήστηκε)
- fended for oneself => υπερασπίστηκε τον εαυτό του
- fenders => φτερά
- fending (off) => υπεράσπιση
- fending for oneself => Υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου
Definitions and Meaning of fences in English
fences
to sell (stolen property) to a fence, to keep in or out with a fence, a barrier (as of wood or wire) to prevent escape or entry or to mark a boundary, to practice fencing, an immaterial barrier or boundary line, such a barrier made of posts and wire or boards, to provide protection, to use tactics of attack and defense resembling those of fencing, to ward off, fencing sense 1, a barrier intended to prevent escape or intrusion or to mark a boundary, to enclose with a fence, a person who receives stolen goods, a means of protection, a receiver of stolen goods, a place where stolen goods are bought, in a position of neutrality or indecision, to parry arguments by shifting ground, to provide a defense for
FAQs About the word fences
φράχτες
to sell (stolen property) to a fence, to keep in or out with a fence, a barrier (as of wood or wire) to prevent escape or entry or to mark a boundary, to practi
εμπόδια,τοίχοι,τετράγωνα,αλυσίδες,φράκτες,εμπόδια,εμπόδια,Μπάρες,προσκρουστήρες,προμαχώνες
πόρτες,Πόρτες,Είσοδοι,καταχωρήσεις,πύλες,πύλες,Είσοδοι,είσοδοι,κενά,διαλείμματα
fencers => ξιφομάχοι, fenced (in) => περιφραγμένο, fenced => περιφραγμένο, fence (in) => φράκτης (σε), femmes fatales => Femme fatale,