Greek Meaning of fended for oneself

υπερασπίστηκε τον εαυτό του

Other Greek words related to υπερασπίστηκε τον εαυτό του

Definitions and Meaning of fended for oneself in English

fended for oneself

to do things without help

FAQs About the word fended for oneself

υπερασπίστηκε τον εαυτό του

to do things without help

αντιμετώπισε,έκανε,διαχειρίζεται,επιβίωσε,παρέχειν (parexein),συνέχισε,Κόμιστρο,Τά 'βρισκαν καλά,τα έβγαλε πέρα,συνέχισε

κατέρρευσε,απέτυχε,υστέρησε,αρνήθηκε,σβήστηκε,ταλαντεύτηκε,εξαντλημένος,κατηφής,μειώθηκε,παραιτήθηκε

fended (off) => απέκρουσε (σβήστηκε), fend for oneself => τα βγάζω πέρα μόνος μου, fend (off) => αποκρούω (από), fencing (in) => Ξιφασκία (σε), fence-sitting => Καθήστε στον φράχτη,