Greek Meaning of scraped (out)

ξυσμένο (out)

Other Greek words related to ξυσμένο (out)

Definitions and Meaning of scraped (out) in English

scraped (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word scraped (out)

ξυσμένο (out)

εξήγαγε,ξυσμένο (από ή μέσα από),συμπιεσμένο,επιβίωσε,στίβω,παρέχειν (parexein),συνέχισε,Τά 'βρισκαν καλά,συνέχισε,έγνεψε

κατέρρευσε,απέτυχε,υστέρησε,αρνήθηκε,σβήστηκε,ταλαντεύτηκε,εξαντλημένος,κατηφής,μειώθηκε,παραιτήθηκε

scraped (by or through) => ξυσμένο (από ή μέσα από), scrape (up or together) => ξύνω, scrape (together) => ξύνω (μαζί), scrape (out) => ξύσιμο (έξω), scrape (by or through) => ξύνω (από ή μέσα),