Greek Meaning of fended (off)

απέκρουσε (σβήστηκε)

Other Greek words related to απέκρουσε (σβήστηκε)

Definitions and Meaning of fended (off) in English

fended (off)

to defend oneself against (someone or something)

FAQs About the word fended (off)

απέκρουσε (σβήστηκε)

to defend oneself against (someone or something)

απωθήθηκε,απωθημένος,αντιστάθηκε,απορρίφθηκε,γύρισε πίσω,Νικήσει,πολέμησε,αντίθετο,διαψεύστηκε,αποκρούστηκε

αγκαλιάστηκε,καλωσόρισε,χαιρέτησε

fend for oneself => τα βγάζω πέρα μόνος μου, fend (off) => αποκρούω (από), fencing (in) => Ξιφασκία (σε), fence-sitting => Καθήστε στον φράχτη, fence-sitting => Κάθομαι στον φράχτη,