Greek Meaning of fought

πολέμησε

Other Greek words related to πολέμησε

Definitions and Meaning of fought in English

Webster

fought (imp. & p. p.)

of Fight

Webster

fought ()

imp. & p. p. of Fight.

FAQs About the word fought

πολέμησε

of Fight, imp. & p. p. of Fight.

πολέμησε,ρυθμός,πάλεψε,(έρχομαι σε σύγκρουση) με,καταπολεμήσει,πολεμήθηκε,μονομαχημένος,διάτρητος,αψιμαχία (με),πολεμώ (ενάντια)

υποβληθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε

fougasse => Φουγάσα, fougade => Φουγάδα, foucault pendulum => Εκκρεμές του Φουκώ, foucault current => Ρεύμα Φουκώ, foucault => Φουκώ,