Greek Meaning of fought
πολέμησε
Other Greek words related to πολέμησε
- πολέμησε
- ρυθμός
- πάλεψε
- (έρχομαι σε σύγκρουση) με
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- μονομαχημένος
- διάτρητος
- αψιμαχία (με)
- πολεμώ (ενάντια)
- χτύπησε
- χτυπημένος
- χτύπησε
- Φθαρμένος
- ζώνη
- Κουτί
- καυγάδισε
- χτύπησε
- χτύπησε
- πάλεψε
- σφυρηλατημένος
- χτύπημα
- χτύπησε
- επικολλημένο
- καυγάς
- χτύπησε
- χαστούκισε
- κουρασμένος
- χτύπησε
- χτύπησε
- χτύπησε
- χτύπησε
- χτύπησε
- χτύπησε
- τρελός
- φάλαινα
- ραβδίστηκε
- χτύπησε
- ξυλοκοπημένος
- συγκρούστηκε
- Μονομαχήσανε
- πάλεψε
- σφυρηλατημένο
- (έπαιξε φιλικό (με))
- δούλεψε σκληρά
- φοράει κάλτσες
- τσακώνομαι
- δέχτηκε ψεύτικη κλήση που ενεργοποίησε την ομάδα SWAT
- συνάρπαξε
- μαλωμένος
Nearest Words of fought
Definitions and Meaning of fought in English
fought (imp. & p. p.)
of Fight
fought ()
imp. & p. p. of Fight.
FAQs About the word fought
πολέμησε
of Fight, imp. & p. p. of Fight.
πολέμησε,ρυθμός,πάλεψε,(έρχομαι σε σύγκρουση) με,καταπολεμήσει,πολεμήθηκε,μονομαχημένος,διάτρητος,αψιμαχία (με),πολεμώ (ενάντια)
υποβληθεί,παραδόθηκε,παραιτήθηκε
fougasse => Φουγάσα, fougade => Φουγάδα, foucault pendulum => Εκκρεμές του Φουκώ, foucault current => Ρεύμα Φουκώ, foucault => Φουκώ,