Greek Meaning of collided

συγκρούστηκε

Other Greek words related to συγκρούστηκε

Definitions and Meaning of collided in English

collided

to come together with solid impact, clash entry 1 sense 2a, to come together with solid or direct impact, clash

FAQs About the word collided

συγκρούστηκε

to come together with solid impact, clash entry 1 sense 2a, to come together with solid or direct impact, clash

συγκρούστηκαν,συγκρουόμενος,αναβλήθηκε,ταραγμένος,πολέμησε,καταπολεμήσει,πολεμήθηκε,διαφωνούντα,απρόθυμος,διχόνοια

παραχωρημένο,μικτός,σύμφωνος (σε ή με),κατάλληλο,προσαρμοσμένο,εναρμονισμένος,ταιριαστό,συμφωνήθηκε,αποδεκτό,αναμεμειγμένο

collide (with) => Προσκρούω (επάνω σε), collegiality => συναδελφικότητα, colleges => πανεπιστήμια, colleens => κορίτσια, collects => συγκεντρώνει,