Greek Meaning of collied

συλλέγονται

Other Greek words related to συλλέγονται

Definitions and Meaning of collied in English

collied

to blacken with or as if with soot

FAQs About the word collied

συλλέγονται

to blacken with or as if with soot

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,στραβός,αποδιοργανωμένος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,αιθαλώδης,μπλεγμένος

Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,άμωμος,διαυγής,παραγγελθέντα,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος

colliding (with) => συγκρουόμενο (με), colliding => σύγκρουση, collides => συγκρούεται, collided (with) => συγκρούστηκε (με), collided => συγκρούστηκε,