Greek Meaning of fuliginous

αιθαλώδης

Other Greek words related to αιθαλώδης

Definitions and Meaning of fuliginous in English

Webster

fuliginous (a.)

Pertaining to soot; sooty; dark; dusky.

Pertaining to smoke; resembling smoke.

FAQs About the word fuliginous

αιθαλώδης

Pertaining to soot; sooty; dark; dusky., Pertaining to smoke; resembling smoke.

ασαφής,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αινιγματικός,θολό,μυστηριώδης,μυστικός,ασαφής,Μυστικός

Προσβάσιμο,φωτεινό,βέβαιος,σαφής,κατανοητός,διακριτός,εμφανής,Κατανοητός,Αναγνώσιμο,προφανής

fuliginosity => Καπνιά, fulica atra => Φουλμάκα, fulica americana => Φουλικά της Αμερικής, fulica => Φουρφούρα, fulham => Φούλαμ,