Greek Meaning of noncommittal
μη δεσμευτικός
Other Greek words related to μη δεσμευτικός
Nearest Words of noncommittal
- noncommissioned officer => Υπαξιωματικός
- noncommissioned => Μη τυποποιημένο
- noncommercial => μη κερδοσκοπικός
- noncombustible => Ανεπίφλεκτο
- noncombining => Μη συνδυαστικός
- noncombinative => μη συνδυαστικός
- noncombatant => μη μάχιμος
- noncom => δεκανέας
- noncolumned => άνευ κολωνών
- noncollapsible => Μη αναδιπλούμενο
- noncommunicable => μη μεταδοτικός
- noncommunion => μη κοινωνία
- noncompetitive => μη ανταγωνιστική
- noncompetitively => Μη ανταγωνιστικά
- noncompletion => Μη ολοκλήρωση
- noncompliance => μη συμμόρφωση
- noncompliant => μη συμμορφωμένο
- noncomplying => μη συμμορφούμενος
- noncomprehensive => μη περιεκτικός
- noncomprehensively => χωρίς να καλύπτεται πλήρως
Definitions and Meaning of noncommittal in English
noncommittal (s)
refusing to bind oneself to a particular course of action or view or the like
noncommittal (n.)
A state of not being committed or pledged; forbearance or refusal to commit one's self. Also used adjectively.
FAQs About the word noncommittal
μη δεσμευτικός
refusing to bind oneself to a particular course of action or view or the likeA state of not being committed or pledged; forbearance or refusal to commit one's s
Μπεζ,βαρετό,Άχρωμο,ουδέτερος,Αδιάφορος,κουραστικός,μονότονο,Θλιβερός,ξηρός,βαρετό
συναρπαστικός,έντονος,ελκυστικός,δραματικός,τονισμένος,εντυπωσιακός,επιδεικτικός,πιτσιλίσματος,εντυπωσιακός,εντυπωσιακός
noncommissioned officer => Υπαξιωματικός, noncommissioned => Μη τυποποιημένο, noncommercial => μη κερδοσκοπικός, noncombustible => Ανεπίφλεκτο, noncombining => Μη συνδυαστικός,