Greek Meaning of faceless

ανέκφραστος

Other Greek words related to ανέκφραστος

Definitions and Meaning of faceless in English

Wordnet

faceless (a)

without a face or identity

FAQs About the word faceless

ανέκφραστος

without a face or identity

Μπεζ,βαρετό,Άχρωμο,βαρετό,χωρίς χαρακτηριστικά,ουδέτερος,μη δεσμευτικός,Αδιάφορος,μονότονο,Θλιβερός

συναρπαστικός,έντονος,ελκυστικός,δραματικός,τονισμένος,εντυπωσιακός,επιδεικτικός,εντυπωσιακός,εντυπωσιακός,πιτσιλίσματος

face-harden => σκληραγωγία προσώπου, faced => αντιμέτωπος, face-amount certificate company => Εταιρία πιστοποιητικών ονομαστικής αξίας, face veil => μαντίλι, face value => Ονομαστική αξία,