Greek Meaning of facelift
λίφτινγκ
Other Greek words related to λίφτινγκ
- ανακτήσεις
- Ανακαινίσεις
- αποκαταστάσεις
- κέντρα αποκατάστασης
- ανακαινίσεις
- Αποκαταστάσεις
- εξαρτήματα
- Αναψυχή
- αξιώσεις
- ανακατασκευές
- ανακτήσεις
- αναγεννήσεις
- ανανεώσεις
- αποκαταστάσεις
- αναζωογονήσεις
- αναβιώσεις
- συγκεντρώσεις
- ενεργοποιήσεις
- ανάνηψη
- μετενσαρκώσεις
- αναγεννήσεις
- επανεφευρέσεις
- ανανεώσεις
- Αναγεννήσεις
- αναγεννήσεων
- ανανεώσεις
- πηγή
- αναστάσεις
- αναζωογονήσεις
- ανανήψεις
Nearest Words of facelift
- faceless => ανέκφραστος
- face-harden => σκληραγωγία προσώπου
- faced => αντιμέτωπος
- face-amount certificate company => Εταιρία πιστοποιητικών ονομαστικής αξίας
- face veil => μαντίλι
- face value => Ονομαστική αξία
- face up => μπρούμυτα
- face towel => Πετσέτα
- face to face => πρόσωπο με πρόσωπο
- face time => Πρόσωπο με πρόσωπο
Definitions and Meaning of facelift in English
facelift (n)
plastic surgery to remove wrinkles and other signs of aging from your face; an incision is made near the hair line and skin is pulled back and excess tissue is excised
a renovation that improves the outward appearance (as of a building) but usually does not involve major changes
FAQs About the word facelift
λίφτινγκ
plastic surgery to remove wrinkles and other signs of aging from your face; an incision is made near the hair line and skin is pulled back and excess tissue is
ανακτήσεις,Ανακαινίσεις,αποκαταστάσεις,κέντρα αποκατάστασης,ανακαινίσεις,Αποκαταστάσεις,εξαρτήματα,Αναψυχή,αξιώσεις,ανακατασκευές
No antonyms found.
faceless => ανέκφραστος, face-harden => σκληραγωγία προσώπου, faced => αντιμέτωπος, face-amount certificate company => Εταιρία πιστοποιητικών ονομαστικής αξίας, face veil => μαντίλι,