FAQs About the word fixings

εξαρτήματα

food that is a component of a mixture in cooking, the accessories that normally accompany (something or some activity)

Γαρνιτούρα,λιχουδιά,επικάλυμμα,καρύκευμα,βουτάω,σάλτσα,καρύκευμα,σάλτσα,μαρινάδα,σάλτσα

No antonyms found.

fixing agent => σταθεροποιητικό υλικό, fixing => επιδιόρθωση, fixidity => ακινησία, fixer-upper => Φτιάχνω-μέσα, fixer => μεσολαβητής,