Greek Meaning of fixings
εξαρτήματα
Other Greek words related to εξαρτήματα
Nearest Words of fixings
- fixing agent => σταθεροποιητικό υλικό
- fixing => επιδιόρθωση
- fixidity => ακινησία
- fixer-upper => Φτιάχνω-μέσα
- fixer => μεσολαβητής
- fixed-width font => Γραμματοσειρά σταθερού πλάτους
- fixed-point representation system => Σύστημα αναπαράστασης σταθερού σημείου
- fixed-point part => Μέρος σταθερής τελείας
- fixed-point number => Αριθμός σταθερού σημείου
- fixed-point notation => Αναπαράσταση με σταθερή τελεία
Definitions and Meaning of fixings in English
fixings (n)
food that is a component of a mixture in cooking
the accessories that normally accompany (something or some activity)
FAQs About the word fixings
εξαρτήματα
food that is a component of a mixture in cooking, the accessories that normally accompany (something or some activity)
Γαρνιτούρα,λιχουδιά,επικάλυμμα,καρύκευμα,βουτάω,σάλτσα,καρύκευμα,σάλτσα,μαρινάδα,σάλτσα
No antonyms found.
fixing agent => σταθεροποιητικό υλικό, fixing => επιδιόρθωση, fixidity => ακινησία, fixer-upper => Φτιάχνω-μέσα, fixer => μεσολαβητής,