FAQs About the word condiment

καρύκευμα

a preparation (a sauce or relish or spice) to enhance flavor or enjoyment

άρωμα,βότανο,σάλτσα,καρύκευμα,μπαχαρικό,λιχουδιά,νόστιμο

No antonyms found.

condign => αρμόζων, condescendingness => Καταδεκτικότητα, condescendingly => συγκαταβατικά, condescending => υποτιμητικός, condescend => συγκαταβαίνω,