Greek Meaning of conditional sale
υπό όρους πώληση
Other Greek words related to υπό όρους πώληση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of conditional sale
- conditional response => εξαρτημένη απόκριση
- conditional relation => Συνάρτηση υπό όρους
- conditional reflex => Εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditional reaction => ενεργοποιημένη αντίδραση
- conditional probability => Πιθανότητα υπό όρους
- conditional contract => Υπό όρους συμφωνία
- conditional => υπό όρους
- condition => συνθήκη
- condiments => καρυκεύματα
- condiment => καρύκευμα
- conditionality => όρος
- conditionally => υπό όρους
- conditioned => εξαρτημένος από κάποιον όρο
- conditioned avoidance => Εξαρτημένη αποφυγή
- conditioned avoidance response => εξαρτημένη απόδοση αποφυγής
- conditioned emotion => Υπό συνθήκη συναίσθημα
- conditioned emotional response => Εξαρτημένη συναισθηματική αντίδραση
- conditioned reaction => εξαρτημένη αντίδραση
- conditioned reflex => εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditioned response => εξαρτημένη απόκριση
Definitions and Meaning of conditional sale in English
conditional sale (n)
a security interest taken by the seller in return for credit
a sale in which the buyer receives title to the property only upon the performance of some condition (usually the full payment of the purchase price)
FAQs About the word conditional sale
υπό όρους πώληση
a security interest taken by the seller in return for credit, a sale in which the buyer receives title to the property only upon the performance of some conditi
No synonyms found.
No antonyms found.
conditional response => εξαρτημένη απόκριση, conditional relation => Συνάρτηση υπό όρους, conditional reflex => Εξαρτημένο αντανακλαστικό, conditional reaction => ενεργοποιημένη αντίδραση, conditional probability => Πιθανότητα υπό όρους,